Περιγράφηκε
πρώτη φορά από τον Νοτιοαφρικανό
μυκητολόγο Christiaan Hendrik Persoon (1761 –
1836).
Macrolepiota
procera (Scop.)
Singer
|
Φύλλο:
Basidiomycota
Κλάση:
Agaricomycetes
Τάξη: Agaricales
Οικογένεια: Agaricaceae
Τάξη: Agaricales
Οικογένεια: Agaricaceae
Γένος:
Macrolepiota
Είδος:
procera
Συνώνυμα:
Agaricus
procerus Scop,
Lepiota
procera
(Scop.) Gray.
Rolf
Singer
(1906 – 1994). Γερμανός μυκητολόγος.
'Αλλες
ονομασίες: Αδραχτίτες,
Αλεκατίτες, Γκουγκουλιάνοι, Καπρόλες,
Lépiote
élevée, Coulemelle,
boutarot,
Riesenschirmling, Гриб-зонтик
пёстрый, Czubajka
kania, Parasol
Mushroom.
Lepiota:
Από
τις Ελληνικές λέξεις
λεπίς και ώτα. Το όνομα αναφέρεται στα
καφέ λέπια του καπέλου που μοιάζουν με
αυτιά (Δ. Κελτεμλίδης).
Makrolepiota:
Μεγάλη
Lepiota.
Procera:
Ψηλή.
Η
Μακρολεπιότα
η Υψηλή
είναι ένα εντυπωσιακό και πολύ νόστιμο
μανιτάρι. Είναι ίσως το πιο γνωστό
μανιτάρι στην Ελλάδα, και το συναντάμε
από τον Απρίλιο έως τον Νοέμβριο.
Στην
περιοχή μας είναι ένα από τα λίγα
μανιτάρια που θεωρούσαν φαγώσιμα σε
παλαιότερες εποχές.
Ίσως
σε μανιτάρια σαν και αυτό να οφείλεται
η λανθασμένη άποψη που υπάρχει σε διάφορα
μέρη της Ελλάδας ότι όταν ένα μανιτάρι
έχει βρακί, (δαχτυλίδι), είναι φαγώσιμο.
Η Macrolepiota
procera
έχει
δαχτυλίδι και είναι πράγματι φαγώσιμο,
σε αντίθεση με τους τοξικούς ή θανατηφόρους
αμανίτες, (Amanita
muscaria, Amanita pantherina, Amanita phalloides, Amanita verna), ή
κάποια είδη του γένους
Lepiota,
που
αν και έχουν δαχτυλίδι, είναι κάθε άλλο
παρά φαγώσιμα μανιτάρια.
Είναι
σχετικά εύκολη η αναγνώρισή του. Έχει
πολύ μεγάλο καπέλο χρώματος λευκού, το
άνοιγμα του είναι 10 – 30 εκ. και έχει στην
επιφάνειά του χαρακτηριστικά ομόκεντρα,
καφετιά, “λέπια”. Το καπέλο έχει στο
κέντρο του μια καφετιά θηλή, ενώ η
περίμετρός του είναι οδοντωτή.
Το
σχήμα του καπέλου είναι στην αρχή
αβγόμορφο ,(ο Δ. Κελτεμλίδης γράφει
χαρακτηριστικά ότι το μανιτάρι ξεπροβάλει
από τη γη σαν ένα πλατύ κρεμμύδι),
καμπανόμορφο σε ώριμη μορφή, έως και
επίπεδο.
Η
σάρκα του είναι λευκή, με ευχάριστη
μυρωδιά, και όταν κοπεί δεν αλλάζει
χρώμα.
Κάτω
από το καπέλο έχει πυκνά λευκορόδινα
ελάσματα, και τα σπόρια του μανιταριού
είναι λευκά.
Έχει
διπλό δαχτυλίδι, μετακινούμενο στο
πόδι του μανιταριού. Το πόδι του,
(κοτσάνι), το οποίο έχει ύψος 20 – 30 εκ.
και είναι διακοσμημένο με καφέ και
ρόδινες κυματώσεις, αρχικά είναι συμπαγές
και κούφιο αργότερα.
Το
γένος
Macrolepiota
διαχωρίστηκε
από το γένος
Lepiota
το
1948 από τον
Rolf
Singer (wikipedia).
Συναντάται
σε πολλές χώρες στην Ασία, Ευρώπη,
Αμερική, Ωκεανία και Αφρική.
Περιέχει,
μεταξύ άλλων, φαινολικές ενώσεις,
τοκοφερόλες, ασκορβικό οξύ, καροτενοείδη,
γλυκερίνη, μαννιτόλη, γλυκόζη και είκοσι
περίπου αμινοξέα.
Όπως
αναφέρθηκε και πιο πάνω, είναι φαγώσιμο
μανιτάρι, πολύ νόστιμο.
Όλα
τα φαγώσιμα μανιτάρια πρέπει να μαζεύονται
με πολύ προσοχή για
να μην καταστρέφεται το μυκήλιό
τους.
Ένας
άπειρος μανιταροσυλλέκτης σε πρώιμο
στάδιο μπορεί να μπερδέψει την Μακρολεπιότα
την Υψηλή
με τις μικρότερες και επικίνδυνες
λεπιότες.
Η
Macrolepiota
procera μοιάζει
με τα δηλητηριώδη:
Macrolepiota
rachodes var. Hortensis
και Chlorophyllum
molybdites,
μανιτάρια
που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα.
Είναι
απαραίτητο κάποιος που δεν έχει τις
θεωρητικές και πρακτικές γνώσεις γύρω
από τα φαγώσιμα μανιτάρια, και θέλει να
ασχοληθεί μ' αυτά, να απευθύνεται σε
έναν από τους πολύ καλούς μυκητολογικούς
συλλόγους της χώρας μας.
Πρέπει
να έχουμε υπόψη μας ότι όλα τα φαγώσιμα
μανιτάρια δεν πρέπει να μαζεύονται
χωρίς την παρουσία ενός ειδικού
μανιταροσυλλέκτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου